ἁνανία

ἁνανία
ἀνᾱνίᾱ , ἀνά-ἀνιάω
grieve
imperf ind act 3rd sg (doric aeolic)
ἀνανίᾱ , ἀνά-ἀνιάω
grieve
pres imperat act 2nd sg
ἐνᾱνίᾱ , ἐν-ἀνιάω
grieve
imperf ind act 3rd sg (doric aeolic)
ἐνανίᾱ , ἐν-ἀνιάω
grieve
pres imperat act 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἀνανία — ἀνᾱνίᾱ , ἀνά ἀνιάω grieve imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) ἀνανίᾱ , ἀνά ἀνιάω grieve pres imperat act 2nd sg ἀνανίᾱ , ἀνά ἀνιάω grieve imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνάνια — ἀνάνιος without pain neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνανίαν — ἀνᾱνίᾱν , ἀνά ἀνιάω grieve imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἀνᾱνίᾱν , ἀνά ἀνιάω grieve imperf ind act 1st sg (doric aeolic) ἀνανίᾱν , ἀνά ἀνιάω grieve imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἀνανίᾱν , ἀνά ἀνιάω grieve imperf ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Eleazar ben Hanania — (hébreu : רבי אלעזר בן חנניה Rabbi Eléazar ben Hanania ; grec : Ἐλεάζαρος υἱὸς Ἀνανία Eleazaros nios Anania) est un docteur de la Mishna, plus connu comme capitaine de la police du Temple, à la tête d une faction zélote de… …   Wikipédia en Français

  • Variantes textuelles du Nouveau Testament — Les variantes textuelles sont les altérations d’un texte qui surviennent par propagation des erreurs (intentionnelles ou accidentelles) des copistes. Ces altérations peuvent être la suppression ou la répétition d’un mot, ce qui arrive lorsque… …   Wikipédia en Français

  • Амбетиевская школа — греч. Αμπέτειο Σχολή του Καΐρου Основана 1860 Директор архиепископ Синайский Дамиан (Самартзис) Тип средняя общеобразовательная школа …   Википедия

  • πέτρος — I Όνομα αγίων της Ανατ. και της Δυτ. Oρθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ένας από τους δώδεκα Απόστολους, τιμώμενος ως μια από τις μεγαλύτερες μορφές του χριστιανισμού. Το αρχικό όνομά του, που αλλάχτηκε από τον Ιησού σε Κηφά (πέτρα), ήταν Σίμων· γιος του… …   Dictionary of Greek

  • πατήρ — ο, ΝΜΑ, και πατέρας, ΝΜ 1. ο γεννήτορας, ο γονιός, ο γονέας (α. «τού πατέρα σου, όταν έρθεις, δε θα βρεις παρά τον τάφο», Σολωμ. β. «ἐπῆγεν ὁ πατέρας της εἰς κάποιον ταξίδι», Διγ. Ακρ. γ. «τοῡδε κεκλῆσθαι πατρός», Σοφ.) 2. φρ. «Πάτερ ημών» η… …   Dictionary of Greek

  • Εξακουστής, μονή της Παναγίας — Γυναικείο μοναστήρι του νομού Λασιθίου. Βρίσκεται κοντά στο χωριό Μάλες και εξαρτάται από τη μητρόπολη Ιεραπύτνης και Σητείας. Το 1877, ο μοναχός Ανανίας Μπαρμπεράκης έχτισε το σημερινό μοναστήρι στη θέση του παλαιότερου, το οποίο είχε… …   Dictionary of Greek

  • Μιστράς — I Βυζαντινή πολιτεία της Πελοποννήσου, έξι χιλιόμετρα ΒΔ της Σπάρτης, ερειπωμένη σήμερα, η οποία στάθηκε στο προσκήνιο της ιστορίας για δύο αιώνες και τα ερείπιά της αποτελούν πολύτιμη πηγή για τη γνώση της ιστορίας, της τέχνης και του πολιτισμού …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”